ἐμφανταζόμενα

ἐμφανταζόμενα
ἐμφαντάζομαι
to be associated in idea with
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐμφανταζομένας — ἐμφανταζομένᾱς , ἐμφαντάζομαι to be associated in idea with pres part mp fem acc pl ἐμφανταζομένᾱς , ἐμφαντάζομαι to be associated in idea with pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφαντάζομαι — ἐμφαντάζομαι (AM) μσν. σχηματίζω στη φαντασία μου, επινοώ αρχ. 1. εμφανίζομαι στη φαντασία κάποιου 2. εγκατοπτρίζομαι, αντανακλώμαι 3. βλέπω όραμα, φάντασμα 4. παίρνω ορατή μορφή 5. συνδέομαι συνειρμικά στη φαντασία με κάτι («τὰ ἐμφανταζόμενα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”